- κουτσοχέρης
- -α, -ικο1. αυτός που έχει κομμένο ή κομμένα χέρια ή έχει αναπηρία στα χέρια, κουλοχέρης, κουλός2. (το ουδ.) (για σκεύος) αυτό που τού λείπει η λαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο-χέρης, απλο-χέρης].
Dictionary of Greek. 2013.